- διεχθρεῦον
- διεχθρεύωenmitypres part act masc voc sgδιεχθρεύωenmitypres part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διεχθρεύω — (Α) 1. συμπεριφέρομαι εχθρικά 2. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το διεχθρεῡον η έχθρα … Dictionary of Greek